- ανταποδεικνυω
- ἀνταποδεικνύωArst. = ἀνταποδείκνυμι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανταποδεικνύω — (Α ἀνταποδεικνύω κ. δείκνυμι) αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος αρχ. 1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου 2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
ανανταπόδεικτος — η, ο αυτός, για τον οποίο δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει ανταπόδειξη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ανταποδεικνύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανταπόδειξη — η το δικαίωμα του αντιδίκου να εναντιωθεί στα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταποδεικνύω. Η λ. στον πληθ. ανταποδείξεις, αι μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek